ὑπομενητός

ὑπομενητός
ὑπομενητός, ή, όν,
A endurable, Phld.Ir.p.80 W., J.AJ17.6.5 (with v.l. -μονητός), cf. Hdn.Epim.141 ([etym.] -μον-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπομενητός — ή, όν, Α βλ. ὑπομενετός …   Dictionary of Greek

  • ὑπομενητόν — ὑπομενητός endurable masc acc sg ὑπομενητός endurable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπομενητήν — ὑπομενητός endurable fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπομενετικός — ή, όν, ΜΑ, και ὑπομενητικός, ή, όν, Α [ὑπομενετός / ὑπομενητός] ὑπομονετικός μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑπομενετικόν η ιδιότητα τού υπομονετικού αρχ. επίμονος, πεισματάρης …   Dictionary of Greek

  • υπομενετός — και ὑπομενητός, ή, όν, Α [ὑπομένω] υποφερτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”